- δεχθείς
- δέχομαιtakeaor part pass masc nom/voc sgδείκνυμιbring to lightaor part pass masc nom/voc sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοιρινός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο ή αυτός που προέρχεται από χοίρο, χοίρινος, χοίρειος («χοιρινά λουκάνικα») 2. το ουδ. ως ουσ. το χοιρινό το κρέας τού χοίρου 3. παροιμ. «από χοιρινό τουλούμι κρασί μην πιεις ποτέ σου» να μην… … Dictionary of Greek